- συάγρειος
- σῠάγρ-ειος, ον, (A
σύαγρος 11
) of the wild boar,πέλματα PCair.Zen. 692.18
(iii B.C.); κρέα ib.311.15 (iii B.C.), and withoutκρέα Lync.
ap. Ath.9.402a;στέαρ Dsc.2.76.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύαγρος 11
) of the wild boar,πέλματα PCair.Zen. 692.18
(iii B.C.); κρέα ib.311.15 (iii B.C.), and withoutκρέα Lync.
ap. Ath.9.402a;στέαρ Dsc.2.76.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συάγρειος — και δ. γρφ. συάγρεος, ον, Α [σύαγρος (Ι)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύαγρο («συάγρεια πέλματα», πάπ.) … Dictionary of Greek
συάγρειον — συάγρειος of the wild boar masc/fem acc sg συάγρειος of the wild boar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συάγρεια — συάγρειος of the wild boar neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συάγρεος — ον, Α (δ. γρφ.) βλ. συάγρειος … Dictionary of Greek